header2

Σχολική εκδρομή

Περίπατοι σε πάρκα ή σε γήπεδα, επισκέψεις σε μουσεία, δραστηριότητες σε γήπεδα, παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων, μονοήμερες, τριήμερες, πενταήμερες. Οι εκδρομές αποτελούν βασικό κομμάτι του σχολικού πλαισίου και φέρνουν τα παιδιά σε επαφή με νέα ενδιαφέροντα καθώς και την κοινωνική τους πλευρά.

Όσον αφορά τη λειτουργία του σχολείου, είναι σημαντικό να διοργανώνει συχνά εκπαιδευτικές εκδρομές κοντά στα ενδιαφέροντα και την ηλικία των παιδιών. Αυτό μπορεί να βελτιωθεί μάλιστα με τη συνεισφορά των παιδιών, που σημαίνει ερωτήσεις, εκθέσεις, κουίζ, προτάσεις προορισμών, ανοιχτή συζήτηση στην τάξη, ώστε η επιλογή να είναι αποτέλεσμα συνεργασίας και να συνδυάζει ψυχαγωγία με μάθηση.

Από την πλευρά της η οικογένεια είναι ωραίο να στηρίζει τέτοιες δράσεις, άρα και να επιτρέπει στα παιδιά να παίρνουν μέρος σε τέτοιες εκδρομές, ενισχύοντας την αλληλεπίδρασή τους με τους συμμαθητές τους και σε νέα περιβάλλοντα. Πηγαίνοντας προς την εφηβεία η ανάγκη των παιδιών να βρίσκονται με τους συνομηλίκους και να είναι μέλη της ομάδας τους μεγαλώνει ακόμη περισσότερο. Η αγωνία και οι φόβοι για την ασφάλεια τους με την πρόσθετη οικονομική δυσκολία που έρχονται αντιμέτωπες οι οικογένειες, αποτελούν τους μεγαλύτερους ανασταλτικούς παράγοντες. Φυσικά οι δυσκολίες είναι υπαρκτές και κατανοητές. Εκεί είναι που κρίνεται απαραίτητη η συνεργασία σχολείου και γονέων, ώστε να υπάρχει όσο το δυνατόν περισσότερη εμπιστοσύνη μεταξύ τους αλλά και δράσεις που να συνδράμουν στην οικονομική υποστήριξη των μαθητών που θέλουν να συμμετέχουν, αλλά δεν μπορούν.

Σε κάθε περίπτωση, οι εκδρομές είναι ευκαιρία για κοινωνικοποίηση, σύνδεση, εξάσκηση κοινωνικών δεξιοτήτων και απόκτηση συναισθηματικής πληρότητας για τα παιδιά.

Βίκυ Κακουριώτη Ψυχολόγος

 

Η σχέση του παιδιού με το γονέα

Αυτό το κείμενο εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της σύγχρονης γονικής ανατροφής, που προτάσσει την κάλυψη βιολογικών, κοινωνικών αλλά και συναισθηματικών αναγκών των παιδιών. Ο άνθρωπος είναι σύνθετο ον και όλες οι πλευρές του είναι εξίσου σημαντικές και μάλιστα αλληλένδετες. Σήμερα, λοιπόν, διατυπώνεται η τάση ο γονιός να διαμορφώνει μία ουσιαστική σχέση με το παιδί του, μέσα από την οποία του παρέχει τα απαραίτητα εφόδια να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί.

Παίρνοντας ως δεδομένα: τους γρήγορους ρυθμούς ζωής, την εργασία και των δύο γονιών, το σχολικό φορτίο, τις εξωσχολικές δραστηριότητες και το χρόνο που χρειάζεται ένα παιδί για ύπνο, προκύπτει το εξής ερώτημα: πότε και πως επικοινωνεί ένα παιδί με το γονιό του;

Η γνήσια διαπροσωπική επικοινωνία φαίνεται να μειώνεται στο ελάχιστο, καθώς μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητας λαμβάνουν υποχρεώσεις και δραστηριότητες. Τα παιδιά βλέπουν τους γονείς πριν πάνε σχολείο, αφού γυρίσουν, όταν τρώνε, στο δρόμο για τις δραστηριότητες και πριν κοιμηθούν. Σε αυτές τις συνθήκες, η συζήτηση είναι να γίνεται σε δύο επίπεδα: αφενός, διερευνητικά, δηλαδή ο γονιός να ρωτάει πως ήταν η μέρα του παιδιού, πως τα πέρασε, πως ένιωσε που συνάντησε τους φίλους, τι του άρεσε και τι όχι. Σε αυτή τη φάση, ο γονιός ακούει, δίνει το χρόνο στο παιδί του να μιλήσει, να εκφραστεί, να μοιραστεί τα σημαντικά και τα ασήμαντα. Αφετέρου, είναι να λειτουργήσει με ενσυναίσθηση, άρα εφόσον ακούσει, να δείξει το νοιάξιμο, τη συμπόνοια και ότι το μοίρασμα του είναι σημαντικό.

Πολλές φορές, η υπερφόρτωση υπάρχει και στους γονείς, με αυτά που διαχειρίζονται καθημερινά πολλαπλώς οπότε η ουσιώδης επικοινωνία εκλείπει. Μικρά βήματα τη φορά μπορούν να ζεστάνουν τη σχέση γονιού- παιδιού και αν υπάρχει δυσκολία στον τρόπο που μπορούν να γίνουν αυτά τα βήματα, υπάρχει η δυνατότητα συμβουλευτικής γονέων, ώστε να τα βρούμε μαζί.

 

Θυμός και επιθετικότητα στη σχολική τάξη

Μία συχνή δυσκολία των εκπαιδευτικών, κυρίως στις μικρότερες τάξεις, χωρίς να αποκλείονται οι έφηβοι μαθητές, είναι η διαχείριση των μαθητών που ξεσπούν την ώρα του μαθήματος ή και διαλείμματος. Κάθε παιδί, πέρα από τη μαθητική ταυτότητά του κουβαλάει μαζί και την καθημερινότητά του συνοδευόμενη με τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Πολλές φορές, η καθημερινότητα, οι οικογενειακές σχέσεις, η κοινωνική ζωή ή οι απαιτήσεις σε επίπεδο επίδοσης, φορτίζουν το συναίσθημα σε σημείο που εκδηλώνεται με τη μορφή θυμού ή και επιθετικότητας.

Πράγματι, η διαχείριση ενός τέτοιου γεγονότος αποσπά τόσο την προσοχή και συγκέντρωση των συμμαθητών, αλλά συγχρόνως μπορεί να δυσχεράνει το έργο του εκπαιδευτικού. Όλο αυτό μπορεί να δημιουργήσει πέρα από ένταση στο κλίμα της τάξης, αίσθημα αδυναμίας και εξάντλησης στους δασκάλους, αλλά και επιβάρυνση του παιδιού, όταν η κατάσταση ξεφεύγει από τη διαχείριση.

Σε πρώτη φάση, είναι να ακουστεί η ανάγκη του μαθητή που θυμώνει, να δοθεί δηλαδή κάποιος χρόνος σε δυαδικό επίπεδο, αλλά και μέσα στην τάξη, κατά τον οποίο ο εκπαιδευτικός ακούει και παράλληλα εξηγεί και στους υπόλοιπους πως μερικές φορές ο θυμός μας φτάνει να γίνεται ανεξέλεγκτος. Επιπλέον, ο θυμός μπορεί να κρύβει και άλλα συναισθήματα από κάτω, επομένως αφού καταλαγιάσει με διάφορες τεχνικές (π.χ. ανάσες, μέτρημα, ήρεμες σκέψεις) είναι να διερευνηθούν όλα τα συναισθήματα, να ανακουφιστεί το παιδί από το βάρος που φέρνει και μετέπειτα να ενταχθεί στο σύνολο της τάξης ως κατανοητό. Πάντως, η στοχοποίηση ενός παιδιού είναι προς αποφυγή, οπότε χρειάζεται να εξηγούνται οι δυσκολίες και το παιδί να μην απομονώνεται από το σύνολο. Τα όρια είναι σημαντικά και χρειάζεται να υπενθυμίζεται τι είναι αποδεκτό (έκφραση συναισθημάτων) και τι όχι (επιθετικότητα).

Τέλος, όταν η κατάσταση εντείνεται είναι σημαντική η συμβολή του Σχολικού Ψυχολόγου, ώστε να υποστηριχθούν οι εκπαιδευτικοί, αλλά και το κάθε παιδί που έρχεται αντιμέτωπο με δύσκολες συνθήκες και αδυνατεί να τις διαχειριστεί μόνο του.

 

Εφηβικό άγχος

Όπως είναι γνωστό η εφηβεία είναι μία δύσκολη και απαιτητική μετάβαση από την παιδική ανεμελιά στην ενήλικη ωριμότητα. Τα βιώματα των ανθρώπων τείνουν αποφυγής συζήτησης για την περίοδο της εφηβείας, καθώς συνάδουν με έντονα συναισθήματα άγχους, μοναξιάς, φόβο απόρριψης και δυσκολία στη διασύνδεση με άλλους. Τα προηγούμενα σε συνδυασμό με ελλιπείς κοινωνικές επαφές, απουσία στήριξης και εσωτερικού κινήτρου, αίσθηση αποπροσανατολισμού, εσωτερικού κενού και ματαίωσης συν την ακαδημαϊκή πίεση επιβαρύνουν τους εφήβους με άγχος και μελαγχολία.

Πράγματι, αυτή η ηλικία επιφορτίζεται με πολλούς και αλληλοσυνδεόμενους παράγοντες που δυσχεραίνουν την προσαρμογή και τη διάθεση. Οι έφηβοι αναζητούν το εσωτερικό νόημα και τις πηγές υποστήριξης, δηλαδή την οικογένεια και τους φίλους, με τις οποίες τελικά δεν έχουν ποιοτικό χρόνο. Αντιθέτως, αισθάνονται την επίκριση και την έλλειψη χρόνου και ενδιαφέροντος από τους γονείς, ενώ τους φίλους τους βλέπουν ελάχιστα στο σχολικό πλαίσιο με περιορισμένες δυνατότητες στήριξης. Επιπλέον λόγοι που φαίνεται να τροφοδοτούν το εφηβικό άγχος είναι το χάσμα γενεών σε αξιακό και ιδεολογικό επίπεδο, ο βομβαρδισμός πληροφοριών και ερεθισμάτων από τα social media, στα οποία καταφεύγουν για να αποφορτιστούν και να διασκεδάσουν, περνώντας τελικά αμέτρητο χρόνο συγκρίνοντας τον εαυτό τους με ουτοπικά πρότυπα. Τέλος, η πίεση για επιτυχία και ο περιορισμός προσωπικών επιλογών δημιουργεί βάρος και στρες.

Είναι, λοιπόν, σημαντική η παρουσία των γονέων με λόγια, ερωτήσεις χωρίς επικριτικό ύφος, αλλά τονίζοντας τα θετικά, το ενεργό ενδιαφέρον και προτροπή για συζήτηση σοβαρών θεμάτων και όχι μόνο για τα μαθήματα και τις εξετάσεις. Οι γονείς, ως ενήλικες, καθορίζουν την επικοινωνία μέσα στην οικογένεια, επομένως είναι στο χέρι τους να φροντίσουν τις συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών τους, καλύπτοντας παράλληλα και τις δικές τους, δείχνοντας τη σημασία της αναγνώρισης, έκφρασης και μοιράσματος των όποιων συναισθημάτων. Μέσα σε όλα αυτά, κρίνεται απαραίτητη η σταθερή συμπεριφορά, η οριοθέτηση, η προώθηση ανάληψης ευθυνών και πρωτοβουλιών από τους εφήβους, η δεκτικότητα στις φιλίες και γενικότερα η ανοιχτή επικοινωνία.

Όλα αυτά ακούγονται και είναι απαιτητικά και πολλά για τους γονείς. Όταν, μάλιστα, το δικό τους άγχος είναι υψηλό, αδυνατούν να περάσουν την αίσθηση ηρεμίας και αυτορύθμισης στα παιδιά τους. Επομένως, αν αυτό τείνει να δυσχεραίνει τις μεταξύ τους σχέσεις και να καταλήγουν να νιώθουν αδύναμοι και στρεσαρισμένοι, μπορούν να απευθυνθούν σε ειδικό ψυχικής υγείας, που θα τους ακούσει και θα τους κατευθύνει συγκεκριμένα για τη δική τους οικογένεια.

 

Όρια

Τα όρια είναι μία λέξη που απασχολεί πολύ τους γονείς και τους ειδικούς της σύγχρονης εποχής. Είναι μία συνθήκη στην οποία καλούνται να μυήσουν τα παιδιά, προκειμένου εκείνα να προσαρμοστούν και να είναι λειτουργικά στο κοινωνικό πλαίσιο.

Τα όρια μεταδίδονται με την κουβέντα και με τη συμπεριφορά, δηλαδή δείχνοντας και εξηγώντας τι είναι αυτό που κάνω ή δεν κάνω και γιατί, πάντοτε με όρους κατανοητούς και αντίστοιχους με την ηλικία του παιδιού. Το δύσκολο του εγχειρήματος έρχεται στο εμπόδιο που συναντούν πολλές φορές οι γονείς όταν θα χρειαστεί να πουν το ‘όχι’ και το ‘μη’. Ένα εμπόδιο που έρχεται είτε εκ των έσω είτε από τους έξω.

Το προσωπικό βίωμα είναι το πρώτο που διαμορφώνει τη συμπεριφορά και τις πράξεις μας. Έτσι, πολύ συχνά ένας γονιός που βίωσε ένα αναίτιο και τιμωρητικό ‘’οχι’, το μεταφέρει ως κάτι αρνητικό και δε θέλει να το περάσει έτσι και στο παιδί του. Αυτό ενισχύεται με τη σκέψη πως το παιδί για να είναι χαρούμενο θα πρέπει να είναι και ελεύθερο να κάνει ότι θέλει, μεταφράζοντας την άρνηση ως κάτι περιοριστικό και άδικο. Επιπλέον, η γεμάτη καθημερινότητα από ευθύνες, υποχρεώσεις και χρόνο χωρίς τα παιδιά, φέρνει ένα βαθμό τύψεων στους γονείς, που θέλουν τα παιδιά τους να νιώθουν καλά άρα τους εκπληρώνουν κάθε επιθυμία. Τέλος, σε προσωπικό επίπεδο υπάρχει κάποια αμφιταλάντευση για το αν πρέπει να ειπωθεί το όχι και αν τελικά θα ακουστεί και θα ληφθεί υπόψιν από το παιδί, δημιουργώντας έτσι ένα φόβο αποτυχίας που τελικά αποθαρρύνει. Πέραν, όμως, των προσωπικών σκέψεων και διλημμάτων, προστίθεται και μία εξωτερική επιρροή από παππούδες, άλλους γονείς, ειδικούς κάθε είδους οι οποίοι μεταφέρουν πολλαπλά μηνύματα στους γονείς, οι οποίοι τελικά βρίσκονται μπερδεμένοι.

Στην πραγματικότητα, ένα παιδί που έρχεται στον κόσμο διαμορφώνεται και αλληλεπιδρά με αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι από πολύ μικρή ηλικία έρχεται σε επαφή με ματαιώσεις, με αρνήσεις, με διαφοροποιήσεις αυτού που επιτρέπεται σε σχέση με αυτό που θέλει. Όλη αυτή η διαδικασία είναι απαραίτητη, ακριβώς γιατί πλαισιώνει το παιδί και δεν το αφήνει μετέωρο και ανεξέλεγκτο. Μία ζεστή κουβέντα, χρόνος για επεξεργασία, εξήγηση συμπεριφορών και αλληλεπίδραση με τα παιδιά, τα βοηθούν να νιώθουν πιο σταθερά, να γνωρίζουν μέχρι που μπορούν να φτάσουν και γιατί και τα προετοιμάζουν σταδιακά για την ενήλικη ζωή.

 

Σχολικό διάβασμα

Η μελέτη των σχολικών μαθημάτων έρχεται πολύ νωρίς στη ζωή του παιδιού και πλέον με ένα τρόπο αρκετά φορτικό και καταναγκαστικό. Αν και αληθεύει πως οι σχολικές υποχρεώσεις καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της καθημερινότητας του παιδιού, μειώνοντας έτσι τον ελεύθερο χρόνο και αντικαθιστώντας τον με κάτι ‘μη διασκεδαστικό’, το διάβασμα χρειάζεται να λάβει νέες διαστάσεις τόσο από το οικογενειακό όσο και από το σχολικό περιβάλλον.

Το πρώτο πλαίσιο στο οποίο ζει ένα παιδί είναι αυτό της οικογένειας, επομένως οι βάσεις για το πως θα αντιμετωπίζεται το διάβασμα μπαίνουν από νωρίς μέσω κυρίως της παρατήρησης. Δεν είναι βέβαια μόνο τι βλέπει το παιδί, δηλαδή τον γονέα που διαβάζει π.χ. ένα βιβλίο, αλλά και τι εμπειρίες του μεταφέρονται και με τι συναίσθημα χρωματίζονται. Ξεκινώντας από τη βρεφική ηλικία το διάβασμα παραμυθιών αποτελεί μία συνήθη δραστηριότητα παιδιού και γονέα. Στη συνέχεια, με την όξυνση της αντίληψης και κατανόησης των παιδιών, μπορούν να μεταδοθούν κι άλλες πληροφορίες, όπως για παράδειγμα τι άρεσε στη μαμά να διαβάζει μικρή ή ποιο ήταν το αγαπημένο μάθημα του μπαμπά όταν πήγαινε σχολείο. Κοινές δραστηριότητες διαβάσματος, θετικά φορτισμένες εμπειρίες και επεξήγηση αποτελούν κάποια σημαντικά βήματα για την εξοικείωση με το διάβασμα και την αποδοχή του ως κάτι σημαντικού.

Υπάρχουν παιδιά που αγαπούν ή ανταποκρίνονται επαρκώς στη μελέτη και υπάρχουν άλλα που χρειάζονται καθοδήγηση ή σε μερικές περιπτώσεις και εξειδικευμένη βοήθεια (π.χ. μαθησιακές δυσκολίες, ΔΕΠΥ κλπ). Πάντως αυτό που κρατάμε είναι πως η παρουσία των γονιών και η παροχή βοήθειας και στήριξης στο διάβασμα είναι τόσο χρήσιμη, όσο και το να διατίθεται πάντα χρόνος και συζήτηση και για θέματα εκτός του διαβάσματος και των βαθμών.

 

Περνάμε χρόνο με τα παιδιά μας

Κάθε αλλαγή που συμβαίνει σε κοινωνικό επίπεδο χρωματίζεται θετικά ή αρνητικά από εμάς τους ίδιους. Με αφορμή την πρόσφατη πανδημία και τα δύο χρόνια καραντίνας, όλες οι οικογένειες κλήθηκαν να μένουν στο σπίτι εκτός εξαιρέσεων. Βρέφη, νήπια, παιδιά και έφηβοι ήρθαν σε επαφή αποκλειστικά με τους γονείς και τα αδέρφια τους για πολύ περισσότερο χρόνο σε αντίθεση με τις κανονικές συνθήκες. Γεγονός αποτελεί μία τάση στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων στο σπίτι, όπου παιδιά και γονείς πέρασαν πρακτικό χρόνο με τα παιδιά τους και πως μπορούμε να αδιαφορήσουμε μπροστά σε κάτι τόσο θετικό.

Ο χρόνος στο σπίτι μικραίνει όσο μεγαλώνει η ηλικία, οπότε όσο πιο μικρό είναι ένα παιδί τόσο περισσότερες δραστηριότητες μπορούμε να κάνουμε μαζί του.

Με ένα βρέφος παίζουμε, μιλάμε, ακούμε μουσική, διαβάζουμε παραμύθια. Με ένα νήπιο παίζουμε, ζωγραφίζουμε, μαγειρεύουμε, χορεύουμε, μιλάμε. Με

ένα παιδί σχολικής ηλικίας παίζουμε, κατασκευάζουμε, πειραματιζόμαστε, ζωγραφίζουμε, διαβάζουμε βιβλία, μαγειρεύουμε. Με έναν έφηβο μαγειρεύουμε, ακούμε μουσική, συζητάμε, κάνουμε χειροτεχνίες και επισκευές στο σπίτι.

Αναλόγως την ηλικία, τις προτιμήσεις, τις ικανότητες και δεξιότητες του παιδιού, δίνουμε χώρο και μοιραζόμαστε ποιοτικό χρόνο για έκφραση, δημιουργικότητα, ανάδυση της φαντασίας, γέλιο, ψυχαγωγία και σύσφιξη των σχέσεων. Ένα παιδί χρειάζεται τους γονείς του για να μάθει να περνάει καλά μέσα σε ασφαλές πλαίσιο και να γνωρίζει τι του αρέσει και τι όχι κάνοντας δοκιμές με ανθρώπους που αγαπά και το αγαπούν.

 

Διαζύγιο

Στις μέρες μας ένα μεγάλο ποσοστό των γάμων καταλήγει σε διαζύγιο, γεγονός που σημαίνει πως υπάρχουν οικογένειες που πέρα από το ζευγάρι που χωρίζει, υπάρχουν επίσης παιδιά, που βρίσκονται πλέον ανάμεσα και όχι μαζί με τους γονείς τους. Το διαζύγιο είναι να προβληθεί ως κάτι που συμβαίνει, ως επιλογή και σε συσχέτιση με τις ανάγκες των μελών. Εφόσον, λοιπόν, οι γονείς χωρίσουν, πέρα από τη δική τους διάσταση και όταν δεν τίθεται θέμα παραβιαστικών συμπεριφορών, είναι σημαντικό να τηρείται μία κοινή γραμμή ως προς το παιδί. Συνεπώς, ο γονέας που φεύγει από το σπίτι εξακολουθεί να έχει ρόλο στη ζωή του παιδιού και να είναι υπεύθυνος και υποστηρικτικός για εκείνο.

Η κοινή γραμμή αφορά σε όλα τα στάδια του διαζυγίου, δηλαδή στην απόφαση και στην οριστικοποίηση. Σε κάθε στάδιο, οι γονείς ενημερώνουν μαζί το παιδί, χωρίς πολλές λεπτομέρειες για την προσωπική τους σχέση, αλλά διευκρινίζοντας πως παρά το δικό τους χωρισμό, παραμένουν και οι δύο γονείς, κάτω από την ασφάλεια των οποίων θα είναι το παιδί.

Πρόκειται για μία μεταβατική περίοδο, η οποία δεν έχει καθορισμένη διάρκεια και εξελίσσεται βάσει ενδογενών και εξωγενών παραγόντων. Αφενός, το συναίσθημα του ίδιου του παιδιού, την ηλικία, το φύλο, το βίωμα της απώλειας της δομής της οικογένειας ως τότε, τη ψυχική ανθεκτικότητα και τον τρόπο διαχείρισης στρεσογόνων γεγονότων και αλλαγών. Αφετέρου, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, το σχολείο, οι φίλοι, το ευρύτερο δίκτυο υποστήριξης και άλλους παράγοντες στρες. Όπως και να χει, το διαζύγιο προκαλεί μία ταραχή του μέχρι τότε συστήματος και το κάθε μέλος χρειάζεται το χρόνο του για να ρυθμιστεί στις νέες αλλαγές. Σε όλη αυτή τη διαδικασία, είναι σημαντικό να παρέχεται στήριξη, διαθεσιμότητα και αποδοχή.

 

Πατρότητα

Η σύγχρονη οικογένεια διαμορφώνεται υπό το πρίσμα παραδοσιακών πρακτικών και νέων κοινωνικών αλλαγών. Αυτό σημαίνει πως μέσα σε αυτή, το κάθε μέλος υπάρχει με τους ρόλους του και είναι απόλυτα συμβιβασμένο

με τις κοινωνικές και ηλικιακές επιταγές. Στο παρόν κείμενο εστιάζουμε στην πατρική φιγούρα. Ένα κεντρικό μέλος της οικογένειας, που η ταυτότητα και ο ρόλος του έχουν ανανεωθεί τα τελευταία χρόνια. Παλιότερα, ο πατέρας ισοδυναμούσε αποκλειστικά με την πηγή χρημάτων και εξουσίας. Περαιτέρω σχέσεις δεν περιγράφονται, παρά σε μερικές αναμνήσεις ή στιγμές. Πλέον, έχει αναγνωριστεί η σημασία της πατρικής παρουσίας στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού.

Η συμμετοχή του πατέρα ξεκινά από τη φροντίδα του βρέφους και προχωρά με το παιχνίδι, τις εκδρομές, τις κοινές δραστηριότητες, τη βοήθεια στη μελέτη, τα δρομολόγια σε σχολείο ή σε εξωσχολικές δραστηριότητες και την παρουσία σε γιορτές, αγώνες ή σημαντικές στιγμές για το παιδί. Με αυτό τον τρόπο χτίζεται μία γερή σχέση εμπιστοσύνης, που πατέρας και παιδί γνωρίζουν ο ένας τον άλλον, παίρνουν και δίνουν αγάπη και δημιουργούν ζεστό κλίμα μεταξύ τους.

Φυσικά, όλα αυτά μπορεί να ακούγονται πολλά μέσα στον πιεσμένο χρόνο λόγω εργασίας και λοιπών υποχρεώσεων, όμως όταν ένα παιδί γεννιέται είναι θεμελιώδες για την ψυχική του υγεία να νιώθει πως το αγαπούν μέσα από πράξεις και λόγια όλα τα μέλη της οικογένειάς του.

 

Φιλία

Η φιλία έρχεται ως μία από τις πιο ζωτικές κοινωνικές ανάγκες του ανθρώπου, προϋποθέτει αμοιβαία συναισθήματα αγάπης και εμπιστοσύνης και συνεισφέρει στην θετική εικόνα εαυτού. Όταν μας ζητάνε να περιγράψουμε τη φιλία είναι πολύ πιθανόν να μας έρθουν στο μυαλό όμορφες λέξεις και αγαπημένα πρόσωπα, ωστόσο ενδέχεται να σκοτεινιάσουμε όντας απογοητευμένοι από φιλικές σχέσεις, από προδοσίες και προσωπικές αδυναμίες για κοινωνικοποίηση και συσχέτιση.

Γνωρίζοντας πως ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό και μιμητικό ον, διαπιστώνεται πως με τον ερχομό του στον κόσμο ένας βρέφος και μετέπειτα ένα παιδί, βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του, παρατηρώντας και δοκιμάζοντας αυτά που βλέπει να εφαρμόζουν κυρίως οι γονείς του. Η επεξήγηση, ο διάλογος, οι κοινωνικές συναλλαγές, η σταθερή ύπαρξη φίλων, η περιγραφή των θετικών συναισθημάτων και ο ορισμός της φιλίας ως κοινή προσπάθεια σύνδεσης που χρειάζεται χρόνο είναι βασικά σημεία που μεταφέρονται μέσω των γονιών.

Ο γονέας, λοιπόν, διαθέτει τον ποιοτικό χρόνο που έχει ανάγκη το παιδί, ώστε να του δείξει πως διαχειριζόμαστε κοινωνικές καταστάσεις, πως επιλύουμε συγκρούσεις, πως δίνουμε και παίρνουμε, πως μοιραζόμαστε. Αποτελεί, δηλαδή, την ασφαλή βάση του παιδιού, το οποίο έτσι με θετική αυτοεικόνα και ελπίδα θα επιχειρήσει να συνδεθεί.

Στην εφηβεία, πέρα από τις μεγάλες αλλαγές σε σώμα και νου, οι φιλίες αρχίζουν να αποκτούν πιο μεγάλη αξία, καθώς αποτελούν τον κεντρικό περίγυρο του εφήβου, ο οποίος απομακρύνεται σταδιακά από την οικογένεια στην προσπάθεια της αυτονομίας του. Είναι φυσικό, το εύρος και το βάθος των υφιστάμενων αλλαγών να προκαλούν αβεβαιότητα, σύγχυση και αρνητικά συναισθήματα σε συνδυασμό με το κοινωνικό περιβάλλον. Αυτές οι δυσκολίες βρίσκουν αποφόρτιση στη δημιουργία πιο στενών φιλικών σχέσεων μεταξύ ομοίων, όπου το μοίρασμα ανακουφίζει και φέρνει αίσθημα ασφάλειας.

 

Εφηβεία

Η εφηβεία συνιστά μία αρκετά πολυεπίπεδη περίοδο στη ζωή του ατόμου η οποία φαίνεται να τρομάζει τόσο τα ίδια τα παιδιά όσο και τους γονείς. Ουσιαστικά, από την ηλικία των 11-12 χρόνων ξεκινά μία από τις κεντρικότερες μεταβατικές περιόδους, κατά την οποία ο έφηβος αφήνει σιγά σιγά την παιδική και πλησιάζει στην ενήλικη ταυτότητά του. Είναι, λοιπόν, μία περίοδος διαπραγμάτευσης, δοκιμών, σωματικών και ορμονικών αλλαγών, διαφοροποίησης αναγκών και διαμόρφωσης ταυτότητας. Όλα αυτά είναι αδύνατον να γίνουν ομαλά, χωρίς συγκρούσεις και χωρίς ανεπιτυχείς προσπάθειες προσαρμογής.

Ο ρόλος του γονέα παραμένει σημαντικός, αλλάζοντας κάποια στοιχεία και διατηρώντας κάποια άλλα. Βασικά παραμένουν ο τονισμός των θετικών στοιχείων, η διαλλακτικότητα, η εξήγηση, η στήριξη, η παρουσία, το νοιάξιμο και τα όρια, τα οποία όμως θα αντιστοιχούν στην ηλικία, στην προώθηση αυτονομίας αλλά και στην προστασία. Η εφηβεία συνοδεύεται με προκλητικές και ριψοκίνδυνες συμπεριφορές, οι οποίες αντισταθμίζονται με την ασφάλεια που παρέχει το οικογενειακό πλαίσιο, καθώς και τις βάσεις που έχουν χτιστεί σχετικά με την αυτοπροστασία, τη μη προσβολή άλλων και το σεβασμό στο κοινωνικό σύνολο.

 

Ζωγραφική

Το παιδικό σχέδιο έχει αποκτήσει στις μέρες μας επίκεντρο ενδιαφέροντος για πολλές ειδικότητες όπως ψυχολόγοι, αναπτυξιολόγοι, δάσκαλοι κ.ά. Η ζωγραφική συνιστά μία από τις πιο προσβάσιμες μορφές Τέχνης ήδη σε βρεφική ηλικία. Η εξοικείωση με το χαρτί, τους μαρκαδόρους και πλέον με πιο ευρεία ποικιλία υλικών που χρησιμοποιούνται στα σπίτια και στις σχολικές

τάξεις, όπως η κιμωλία, ο μαυροπίνακας, τα πινέλα και η ζωγραφική σε tablet, ξεκινά από πολύ μικρή ηλικία.

Το θέμα του κειμένου δεν είναι να αναλύσουμε τα αναπτυξιακά στάδια και τις αντίστοιχες κινητικές και γνωστικές ικανότητες του παιδιού, αλλά περισσότερο να αναδείξουμε τη σημασία της ελεύθερης έκφρασης στα παιδιά. Μέσω του σχεδίου το παιδί ανακαλύπτει τις ικανότητές του, αλλά αυτό είναι το τελευταίο που το απασχολεί, καθώς σε πρώτο επίπεδο μπαίνουν η δημιουργικότητα, η επικοινωνία, η μίμηση, η παρατήρηση, η φαντασία και η αφήγηση. Κάθε ζωγραφιά είναι μία δοκιμή να επικοινωνήσει κάτι, να παρουσιάσει τον κόσμο του μέσα από τα δικά του μάτια, να βάλει χρώμα, να μουτζουρώσει, να τσαλακώσει, να ευχαριστηθεί.

Επομένως, παρέχουμε από μικρή ηλικία το ελεύθερο της ζωγραφικής, τα υλικά, τον ‘λευκό καμβά’, χωρίς δηλαδή περιγράμματα, οδηγίες και αίσθηση υποχρέωσης. Το παιδί μεγαλώνοντας έρχεται σε συνεχή επαφή με τα όρια, τους κανόνες και τις υποχρεώσεις, συνεπώς η ώρα του σχεδίου είναι ευεργετικό να μένει καθαρή από τέτοιους όρους και να επιτρέπει στο παιδί να χαλαρώσει και να εκφραστεί.

 

Παιχνίδι

Το παιχνίδι είναι ο φυσικός κόσμος του παιδιού μέσα από το οποίο μαθαίνει, ανακαλύπτει, διασκεδάζει, γελά, επικοινωνεί, παρατηρεί και εξελίσσεται. Η παιδική ηλικία έχει αρχίσει να χάνει απειλητικά την αθωότητά της, μεταμορφώνοντας τα παιδιά σε ενήλικες με απαιτητικό φόρτο εργασίας σε συγκεκριμένο ωράριο. Ναι μεν το σχολείο, η μελέτη και οι εξωσχολικές δραστηριότητες διαμορφώνουν ένα χρήσιμο πρόγραμμα και γνωσιακές βάσεις για το παιδί, ωστόσο οι ανάγκες είναι πολύ πιο απλές κάποιες φορές.

Το παιχνίδι ξεκινά από τη βρεφική ηλικία και το είδος του ανανεώνεται ανάλογα με το αναπτυξιακό στάδιο και τις προτιμήσεις. Μέσα από αυτό, το παιδί μαθαίνει τον εαυτό του, αναγνωρίζει τι είναι αυτό που το ευχαριστεί και εξασκείται στο να το μεταφέρει και στους άλλους. Αλληλεπιδρά με τους γονείς, τα αδέρφια, τους παππούδες, τους φίλους και βρίσκει το ασφαλές του περιβάλλον, στο οποίο μπορεί να είναι ο εαυτός του.

Η ώρα που παίζουμε με τα παιδιά την ώρα του μαθήματος προσφέρει πληροφορίες και παράλληλα μας δίνει την ευκαιρία να αναδείξουμε ικανότητες και δεξιότητες. Βλέπουμε τι είναι αυτό που αρέσει στο παιδί, τι δυνατότητες έχει, την αντίληψή του και πως μπορεί να αξιοποιεί τις πρακτικές αυτές στην καθημερινότητά του. Δίνουμε ανατροφοδότηση, εξηγούμε, τηρούμε τους κανόνες, διαχειριζόμαστε τη νίκη και την ήττα, συνεργαζόμαστε, δημιουργούμε, σεβόμαστε τον συμπαίκτη μας, βελτιωνόμαστε και πάνω απ’ όλα περνάμε καλά.

 

Συμβουλευτική Γονέων

Η Συμβουλευτική Γονέων είναι ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο ενδυνάμωσης των γονέων στον απαιτητικό και πολυεπίπεδο ρόλο τους. Πρόκειται για μία συνεργασία μεταξύ των γονέων –ιδανικά και των δύο- και ενός ειδικού με κεντρικό άξονα την έγκυρη πληροφόρηση, την στήριξη και την παροχή εξατομικευμένων συμβουλών. Το πρόγραμμα αυτό προτείνεται κυρίως σε γονείς των οποίων το παιδί ή ο έφηβος έχει διαγνωστεί με κάποια αναπτυξιακή διαταραχή ή αντιμετωπίζει συναισθηματικές και κοινωνικές δυσκολίες. Είναι εξίσου πολύτιμο, όμως, σε όλους τους γονείς που προσπαθούν να εξισορροπήσουν καθημερινά την κάλυψη των δικών τους αναγκών και των παιδιών τους.

Επομένως, οι γονείς μαθαίνουν χρήσιμες πληροφορίες που αφορούν τα αναπτυξιακά στάδια, τη διαπαιδαγώγηση, την τήρηση των ορίων, την σύνδεση και την υποστήριξη και αποδοχή του παιδιού τους. Μάλιστα, η συμβουλευτική φαίνεται να είναι ιδιαίτερα πρόσφορη σε κάθε ηλικία, καθώς οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα παιδί είναι συνυφασμένες με τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες της ηλικίας του, καθώς και με τη φάση ζωής στην οποία βρίσκεται.

Συνοπτικά, η Συμβουλευτική Γονέων έρχεται να στηρίξει τους γονείς, να τους ενθαρρύνει, να τους καθοδηγήσει και να τους λύσει απορίες, βοηθώντας συνολικά την οικογένεια. Άλλωστε, οι σημαντικότεροι άνθρωποι στη ζωή ενός παιδιού είναι οι γονείς του, οπότε εκείνοι του προσφέρουν τα εφόδια να διαχειριστεί τα συναισθήματα και την κοινωνικοποίησή του και φυσικά, την αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθησή του.